Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ακρίδα

  • 1 ακρίδα

    [акрила] ουσ. Θ. кузнечик

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακρίδα

  • 2 саранча

    саранча ж η ακρίδα
    * * *
    ж
    η ακρίδα

    Русско-греческий словарь > саранча

  • 3 саранча

    зоол. η ακρίς, η ακρίδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > саранча

  • 4 саранча

    саранча
    ж ἡ ἀκρίδα, ἡ ἀκρίς.

    Русско-новогреческий словарь > саранча

  • 5 саранча

    [σαραντσά] ουσ. θ. ακρίδα

    Русско-греческий новый словарь > саранча

  • 6 саранча

    [σαραντσά] ουσ θ ακρίδα

    Русско-эллинский словарь > саранча

  • 7 налететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•

    автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.

    || μτφ. συναντώ, τρακάρω•

    налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.

    2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.
    3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.
    4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.
    5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).
    6. εισβάλλω, πέφτω•

    на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.

    7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•

    на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.

    || συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ.

    Большой русско-греческий словарь > налететь

  • 8 напасть

    -паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавший
    ρ.σ.
    1. επιτίθεμαι, εφορμώ•

    напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.

    || πέφτω•

    на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•

    волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.

    2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).
    3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).
    4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•

    на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•

    на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.

    5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•

    напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•

    напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.

    || μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.
    εκφρ.
    не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.
    ρ.σ. βλ. нападать.
    θ.
    δυστυχία, κακό, συμβάν.

    Большой русско-греческий словарь > напасть

  • 9 опустошить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. опустошенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. ερημώνω, ρημάζω, καταστρέφω ολοσχερώς• αποδεκατίζω•

    саранча -ла поля η ακρίδα ρήμαξε τα χωράφια•

    неприятельский огонь -ил ряда нашего полка τα εχθρικά πυρά απο-δεκάτησαν το σύνταγμα μας.

    2. εκκενώνω•

    опустошить кошелк αδειάζω το πορτοφόλι•

    опустошить бутылку αδειάζω το μπουκάλι.

    3. εξαθλιώνω, εξαχρειώνω•

    разврат -ил его η διαφθορά τον εξαθλίωσε.

    Большой русско-греческий словарь > опустошить

  • 10 пожирать

    ρ.δ.μ.
    κατατρώγω, καταβιβρώοκω• καταβροχθίζω. || μτφ. καταστρέφω, εξολοθρεύω•

    саранча -ает посевы η ακρίδα καταστρέφει τα σπαρτά•

    огонь -ает леса η φωτιά καταστρέφει τα δάση.

    εκφρ.
    пожирать книги – καταβροχθίζω βιβλία (διαβάζω αχόρταγα)•
    - глазами – κοιτάζω αχόρταγα.
    καταβροχθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > пожирать

  • 11 саранча

    θ.
    η ακρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > саранча

  • 12 трубковёрт

    α.
    αττέλαβος (ακρίδα καταστρεπτική των φύλλων των δέντρων)•

    дубовый трубковёрт αττέλαβος ο κιοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > трубковёрт

См. также в других словарях:

  • ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • ακρίδα — η έντομο ορθόπτερο της οικογένειας των ακριδιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρίδα — ἀκρίς grasshopper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρίδαρος — ο (θηλ. ακριδάρα) [ακρίδα] μεγάλη ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδάκι — το [ακρίδα] μικρή ακρίδα …   Dictionary of Greek

  • ακριδίτσα — η [ακρίδα] 1. το ακριδάκι* 2. παιχνίδι κατά το οποίο τα παιδιά μιμούνται την ακρίδα πηδώντας με τα τέσσερα (Εύβοια) …   Dictionary of Greek

  • ακριδοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • La cigarra y la hormiga — Ilustración de Milo Winter de 1919 …   Wikipedia Español

  • ακανθοβάτης — ἀκανθοβάτης, ο (θηλ. ἀκανθοβάτις, ιδος, η) (Α) όποιος περπατάει επάνω ή ανάμεσα στ’ αγκάθια λέγεται κυριολεκτικά («ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα») και μεταφορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βάτης < βαίνω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»